μαγιόξυλο

μαγιόξυλο
το
1. κοντάρι, φαλλικό σύμβολο, στολισμένο με άνθη, το οποίο κατά το παρελθόν κρατούσαν και περιέφεραν τα παιδιά κατά την παραμονή τής πρωτομαγιάς
2. (κατ' επέκτ.) φαλλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”